αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… … Dictionary of Greek
ημίψυκτος — η, ο (Α ἡμίψυκτος, ον) μισοπαγωμένος, μισοκρυωμένος, μισοξεραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ψυκτος (< ψύχω), πρβλ. εύ ψυκτος, σκιό ψυκτος] … Dictionary of Greek
ημεροθηρικός — ἡμεροθηρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, στη σύλληψη ήμερων ζώων για να χρησιμοποιηθούν για εκτροφή ή κατανάλωση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμεροθηρική η τέχνη να πιάνει κανείς ήμερα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + θηρικός… … Dictionary of Greek
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek
οικόθρεπτος — οἰκόθρεπτος, ον (Μ) αυτός που ανετράφη στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + θρεπτος (< τρέφω), πρβλ. ελαιό θρεπτος, σκιό θρεπτος] … Dictionary of Greek
ποντοθήρης — ὁ, Α αλιέας που ψαρεύει στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + θήρης / θηρᾶς (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. σκιο θήρης] … Dictionary of Greek
φλογοφανής — ές, Μ αυτός που έχει το χρώμα τής φλόγας, φλόγινος («φλογοφανὲς ἔριον», Δαμασκ. Ι.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + φανής (< φαίνω, ομαι), πρβλ. σκιο φανής] … Dictionary of Greek