Σκίο

Σκίο
(Schio). Πόλη της Ιταλίας (25.000 κάτ.), στην επαρχία της Βιτσέντζας. Η πόλη είναι αξιόλογο βιομηχανικό κέντρο ονομαστό από το 14o αι. για τα υφαντουργικά προϊόντα των εργοστασίων του. Σήμερα θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα υφαντουργίας της Ιταλίας. Αρχικά ήταν ένας ασήμαντος οικισμός κοντά σ’ έναν πύργο του 14ου αι. από τον οποίο διασώζονται ερείπια. Αργότερα ενώθηκε με ένα γειτονικό οικισμό και από τότε αρχίζει η ανάπτυξή της. Στη Σ. υπάρχουν αξιόλογες εκκλησίες, όπως εκείνη του Άγιου Πέτρου του 1123 και του Άγιου Φραγκίσκου του 1436. Ανάμεσα στα αξιοθέατα της πόλης είναι και το οστεοφυλάκιο των νεκρών του πόλεμου του 1915-1918.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… …   Dictionary of Greek

  • ημίψυκτος — η, ο (Α ἡμίψυκτος, ον) μισοπαγωμένος, μισοκρυωμένος, μισοξεραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ψυκτος (< ψύχω), πρβλ. εύ ψυκτος, σκιό ψυκτος] …   Dictionary of Greek

  • ημεροθηρικός — ἡμεροθηρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, στη σύλληψη ήμερων ζώων για να χρησιμοποιηθούν για εκτροφή ή κατανάλωση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμεροθηρική η τέχνη να πιάνει κανείς ήμερα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + θηρικός… …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • οικόθρεπτος — οἰκόθρεπτος, ον (Μ) αυτός που ανετράφη στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + θρεπτος (< τρέφω), πρβλ. ελαιό θρεπτος, σκιό θρεπτος] …   Dictionary of Greek

  • ποντοθήρης — ὁ, Α αλιέας που ψαρεύει στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + θήρης / θηρᾶς (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. σκιο θήρης] …   Dictionary of Greek

  • φλογοφανής — ές, Μ αυτός που έχει το χρώμα τής φλόγας, φλόγινος («φλογοφανὲς ἔριον», Δαμασκ. Ι.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + φανής (< φαίνω, ομαι), πρβλ. σκιο φανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”